ουρητήριο

ουρητήριο
το
μέρος κατάλληλα διασκευασμένο για ούρηση, ιδίως σε δημόσιο χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. ορμη-τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Κ. Φρεαρίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουρητήριο — το τόπος για ουρήση, δημόσιας χρήσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”